Πέθανε χθες στα 84 χρόνια του στο Μιλάνο ο Ουμπέρτο Έκο.
Ο Ουμπέρτο Έκο γεννήθηκε στην Αλεσάντρια του Πιεμόντε στις 5 Ιανουαρίου του 1932. Φημολογείται ότι το επώνυμο Έκο είναι το αρκτικόλεξο των λέξεων Ex Caelis Oblatus, που σημαίνει «θεϊκό δώρο».
Ακολούθησε σπουδές μεσαιωνικής φιλοσοφίας και λογοτεχνίας και έκανε το διδακτορικό του στη φιλοσοφία το 1954, ολοκληρώνοντας τη διατριβή του για τον Θωμά Ακινάτη. Από το 1988 είναι πρόεδρος του Διεθνούς Κέντρου Μελετών Σημειωτικής στο Πανεπιστήμιο του Σαν Μαρίνο. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 καθηγητής της Σημειολογίας στο Μιλάνο. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του τακτικού καθηγητή της Σημειολογίας και το 1974 ο Έκο οργάνωσε τον Διεθνή Σύνδεσμο Μελετών. Επίσης, υπήρξε διευθυντής του περιοδικού VS.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του 70, άρχισε να γράφει τα μυθιστορήματα του, κάνοντας την αρχή με Το όνομα του Ρόδου, που τιμήθηκε με το βραβείο Strega το 1981 και το Medicis Etranger το 1982, ενώ πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Γνώριζε άπταιστα πέντε γλώσσες, μεταξύ των οποίων αρχαία ελληνικά και λατινικά, που χρησιμοποίησε πολύ συχνά στα βιβλία του, επιστημονικά και λογοτεχνικά.
Πηγή: biblioNet
«Θα μας λείψει η ματιά του στον κόσμο»
«Ο Ουμπέρτο Έκο, ένας από τους πιο διασημότερους διανοούμενους της Ιταλίας, είναι νεκρός», ήταν ο τίτλος στον ιστότοπο της εφημερίδας Corriere della Sera.
«Ο Ουμπέρτο Έκο υπήρξε μια σημαντική παρουσία στην ιταλική πολιτιστική ζωή των τελευταίων 50 ετών, αλλά το όνομά του παραμένει άρρηκτα συνδεδεμένο, σε διεθνές επίπεδο, με την τεράστια επιτυχία του μυθιστορήματός του Το όνομα του Ρόδου», συνεχίζει η Corriere della Sera.
«Ο κόσμος έχασε έναν από τους σημαντικότερους ανθρώπους του σύγχρονου πολιτισμού», ανέφερε στον ιστότοπό της η Ρεπούμπλικα. «Θα μας λείψει η ματιά του στον κόσμο», συνέχισε.
Ο Ουμπέρτο Έκο και άλλα μεγάλα ονόματα της ιταλικής λογοτεχνίας είχαν αποφασίσει τον περασμένο Νοέμβριο να αποχωρήσουν από τον ιστορικό εκδοτικό οίκο Bompiani, ο οποίος εξαγοράστηκε πρόσφατα από τον οίκο Mondadori — της οικογένειας Μπερλουσκόνι — και να ενταχθούν σε έναν νέο, ανεξάρτητο οίκο, τον La nave di Teseo («Το πλοίο του Θησέα», αναφορά στον βασιλιά της Αθήνας της ελληνικής μυθολογίας).
Πολύγλωσσος, παντρεμένος με Γερμανίδα, ο Έκο είχε εξηγήσει πως ασχολήθηκε αργά με την λογοτεχνία διότι θεωρούσε τη συγγραφή μυθιστορημάτων ενασχόληση για παιδιά, κάτι «που δεν έπαιρνε στα σοβαρά».
Μετά Το όνομα του Ρόδου, ο Έκο δημοσίευσε μεταξύ άλλων Το εκκρεμές του Φουκώ(1988), Το νησί της προηγούμενης μέρας (1994), και τη Μυστηριώδη φλόγα της βασίλισσας Λοάνα (2004). Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, Φύλλο μηδέν (2014), η πλοκή εκτυλίσσεται στον κόσμο του ιταλικού Τύπου τη δεκαετία του 1990.
Έγραψε παράλληλα δεκάδες δοκίμια, επιδεικνύοντας συχνά μια τάση εκλεκτικισμού, για τη μεσαιωνική αισθητική, την ποιητική του Τζέιμς Τζόις, τον Τζέιμς Μποντ, την ιστορία της ομορφιάς αλλά και της ασχήμιας.
Ο Έκο, που δεν έκρυβε ότι ανήκει στην αριστερά, ήταν κάθε άλλο παρά ένας συγγραφέας κλεισμένος σε γυάλινο πύργο. Συνέχιζε να γράφει τακτικά μια στήλη στο εβδομαδιαίο περιοδικό L’Espresso.
Η ευρύτητα του πνεύματός του δεν τον εμπόδιζε να εξετάζει με κριτική ματιά την εξέλιξη της σύγχρονης κοινωνίας. «Οι ιστότοποι κοινωνικής δικτύωσης έδωσαν το δικαίωμα να μιλάνε σε λεγεώνες ηλιθίων που άλλοτε δεν μίλαγαν παρά μόνο σε μπαρ, αφού είχαν πιει κανένα ποτήρι κρασί, χωρίς να βλάπτουν την κοινότητα. Τους αναγκάζαμε αμέσως να σωπάσουν, αλλά σήμερα έχουν το ίδιο δικαίωμα λόγου με ένα βραβείο Νόμπελ. Είναι η εισβολή των ηλιθίων», είχε πει, όπως υπενθύμισε η εφημερίδα Il Messaggero.
Πηγή: Η Καθημερινή
Η χαρά της βραδύτητας
Από το βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο Έξι περιπλανήσεις στο δάσος της αφήγησης (μετάφραση: Αναστασία Παπακωνσταντίνου, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2008) αντιγράφουμε μέρος από το τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Βραδυπορώντας στο δάσος».
Κάποιος κύριος Humbolt, απορρίπτοντας το έργο του Προυστ À la recherche du temps perdu (Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο), έγραψε στον εκδότη Ollendorf: «Μπορεί να είμαι αργόστροφος αλλά να, αδυνατώ να πιστέψω ότι μπορεί κανείς να αφιερώνει τριάντα σελίδες για να περιγράψει πώς στριφογυρίζει στο κρεβάτι προτού κοιμηθεί».
Ο Καλβίνο εξυμνώντας τη γρηγοράδα σημειώνει: «Δεν θέλω να πω ότι η ταχύτητα είναι μια αξία καθεαυτή. Ο αφηγηματικός χρόνος μπορεί επίσης να είναι βραδύς, κυκλικός ή ακίνητος… Αυτή η απολογία περί ταχύτητος δεν προϋποθέτει άρνηση της χαράς της επιβράδυνσης». Αν μια τέτοια ευχαρίστηση δεν υπήρχε, δεν θα μπορούσαμε να δεχτούμε τον Προυστ στο Πάνθεον των Γραμμάτων.
Αν ένα κείμενο είναι μια τεμπέλικη μηχανή που κάνει έκκληση στον αναγνώστη να εκτελέσει αυτός ένα μέρος της δουλειάς, γιατί θα έπρεπε το κείμενο να επιβραδύνει, να βραδυπορεί, να θέλει κάποιο χρόνο δικό του; Ένα μυθιστόρημα θα υποθέτατε ότι περιγράφει ανθρώπους σε δράση και ο αναγνώστης θέλει να μάθει πώς πραγματοποιείται αυτή η δράση. Μου λένε πως στο Χόλυγουντ, όταν ένας παραγωγός ακούει το θέμα ή την πλοκή ενός φιλμ που προτείνεται και βλέπει ότι παρουσιάζεται με πάρα πολλές λεπτομέρειες, φωνάζει: «Επί του θέματος». Μ’ αυτό θέλει να πει: Μη χρονοτριβείς, άφησε τις ψυχολογικές λεπτομέρειες, φτάσε στο κρίσιμο σημείο της υπόθεσης, εκεί που ο Ιντιάνα Τζόουνς αντιμετωπίζει πλήθος από εχθρούς ή εκεί που ο Τζον Γουέιν κι οι σύντροφοί του πρόκειται να δεχτούν την επίθεση του Τζερόνιμο στην Ταχυδρομική άμαξα.
Από την άλλη, στα παλαιά εγχειρίδια περί σεξουαλικής ηθικολογίας, που τόσο ευχαριστούσαν τον Huysmans’ Des Esseintes, βρίσκουμε την ιδέα της delectatio morosa — μια βραδύτητα αποδεκτή ακόμα και από αυτούς που νιώθουν επιτακτική την ανάγκη της παραγωγής. Αν πρόκειται να συμβεί κάτι το σημαντικό ή ενδιαφέρον, πρέπει να καλλιεργούμε την τέχνη της επιβράδυνσης.
Σε ένα δάσος πηγαίνεις για περίπατο. Αν δεν πιέζεσαι να το εγκαταλείψεις βιαστικά, για να σωθείς από τον λύκο ή τον δράκο, είναι υπέροχο να βραδυπορείς, να παρακολουθείς τις ηλιαχτίδες να παίζουν ανάμεσα στα δέντρα σχηματίζοντας σχέδια στα φύλλα, να εξετάζεις τα βρύα, τα μανιτάρια, τα χαμόκλαδα. Η βραδυπορία δεν συνεπάγεται χάσιμο χρόνου· συχνά σταματάει κανείς για να σταθμίσει την κατάσταση, προκειμένου να πάρει στη συνέχεια μια απόφαση.
Αλλά επειδή μπορεί κανείς να περιπλανιέται σ’ ένα δάσος χωρίς κάποια ειδική κατεύθυνση κι επειδή κατά καιρούς είναι διασκεδαστικό, διάολε, να χάνεσαι χωρίς κάποιον ιδιαίτερο σκοπό, θα ασχοληθώ με τις περιπλανήσεις εκείνες που η στρατηγική του συγγγραφέα παροτρύνει να πάρει ο αναγνώστης.
Μια από τις τεχνικές της βραδυπορίας ή επιβράδυνσης που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας συγγραφέας είναι αυτή που επιτρέπει στον αναγνώστη να κάνει «συμπερασματικές περιπλανήσεις». Έχω μιλήσει για την ιδέα αυτή στον Ρόλο του Αναγνώστη.
Σε κάθε μυθιστορηματικό έργο, το κείμενο εκπέμπει σήματα αναμονής, σαν ο λόγος ξαφνικά να επιβραδύνεται ή ακόμα και να σταματάει και σαν να προτείνει ο συγγραφέας: «Τώρα να προσπαθήσεις ΕΣΥ να συνεχίσεις…» Όταν μίλησα για «συμπερασματικές περιπλανήσεις» εννοούσα, μέσα στο πλαίσιο της μεταφοράς μας περί δάσους, φανταστικές περιπλανήσεις εκτός δάσους: οι αναγνώστες, προκειμένουν να προβλέψουν πώς πρόκειται να προχωρήσει μια ιστορία, στρέφονται στην προσωπική τους εμπειρία περί ζωής ή στη γνώση τους σε ό,τι αφορά άλλες ιστορίες. Στα 1950, το περιοδικό Mad παρουσίασε μικρές εικονογραφημένες ιστορίες με τίτλο: «Σκηνές που θα θέλαμε να δούμε». Αυτές οι ιστορίες στόχευαν φυσικά στη ματαίωση των συμπερασματικών περιπλανήσεων του αναγνώστη, ο οποίος αναπόφευκτα φανταζόταν ένα τέλος τυπικό των χολυγουντιανών ταινιών.
Αλλά τα κείμενα δεν είναι πάντα τόσο κακοήθη και συνήθως τείνουν να επιτρέπουν στον αναγνώστη να έχει την ευχαρίστηση να κάνει πρόβλεψη και στη συνέχεια να αποδειχτεί ότι είχε δίκιο. Δεν πρέπει, ωστόσο, να κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε ότι τα σημεία αναμονής αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνο των φτηνών μυθιστορημάτων και του εμπορικού κινηματογράφου. Η αναγνωστική διαδικασία της διεξαγωγής προβλέψεων ενέχει μια συναισθηματική, αναγκαστικά, άποψη ανάγνωσης η οποία φέρει στο προσκήνιο ελπίδες και φόβους, όπως και η ένταση, η οποία προκύπτει από την συνταύτιση με το πεπρωμένο των χαρακτήρων.
Εικόνα: Ναταλία Αντρέγιεβα, «Καλοκαιρινή ανάγνωση» (2011)
* * *
Ο Ουμπέρτο Έκο και η Εγκυκλοπαίδεια της Ουτοπίας
Συχνά, το αντικείμενο μιας επιθυμίας, όταν η επιθυμία αυτή μεταμορφώνεται σε ελπίδα, μπορεί να γίνει πιο πραγματικό κι από την ίδια την πραγματικότητα.
—της Maria Popova. Μετάφραση για το dim/art: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου—
Είναι γνωστή εδώ και μισό αιώνα η αγάπη που τρέφει ο διάσημος Ιταλός συγγραφέας (και μανιώδης καταλογογράφος) Ουμπέρτο Έκο για τη συμβολικότητα και τη μεταφορικότητα. Φέτος, επιστρέφει στο ίδιο θέμα με το Βιβλίο των Τόπων του Θρύλου, ένα εικονογραφημένο ταξίδι στα σημαντικότερα φανταστικά μέρη της ιστορίας, με τους παράδοξους κατοίκους και τα αλλόκοτα έθιμά τους, από τα πιο εκτεταμένα, όπως η ήπειρος της Ατλαντίδας, έως τα πιο μικρά, όπως το διαμέρισμα του Σέρλοκ Χολμς. Σαν δυναμικός ξεναγός, ο Έκο επιχειρεί να διερευνήσει το κεντρικό ερώτημα του γιατί μας συναρπάζουν τόσο πολύ και τόσο επίμονα αυτές οι ουτοπίες (και οι δυστοπίες), τι αποκαλύπτουν όσον αφορά τη σχέση μας με την πραγματικότητα και με ποιο τρόπο αντανακλούν τη θεμελιώδη λαχτάρα του ανθρώπου να αποκρυπτογραφήσει τον κόσμο και να βρει τη θέση του μέσα σ’ αυτόν· οι χάρτες, εξάλλου, υπήρξαν ανέκαθεν από τα σημαντικότερα εργαλεία μας για την κατανόηση των μηχανισμών της ζωής, γι’ αυτό και τους χρησιμοποιούμε παντού, από τη χαρτογράφηση του σύμπαντος έως τη συναισθηματική μνήμη.
Γράφει ο Έκο στην εισαγωγή του βιβλίου του:
«Οι χώρες και οι τόποι του θρύλου ποικίλλουν ως προς τα είδη και έχουν ένα μόνο κοινό χαρακτηριστικό: είτε εκκινούν από αρχαίους θρύλους, που οι απαρχές τους χάνονται στην ομίχλη των αιώνων, είτε αποτελούν σύγχρονη επινόηση, πάντα δημιουργούν ρεύματα πίστης.Η πραγματική διάσταση των φανταστικών αυτών κατασκευών αποτελεί το θέμα του παρόντος βιβλίου».
Saint-Sever World Map, from the ‘Saint-Sever Beatus’ (1086), Paris, Bibliothèque nationale de France
T and O map, Bartholomaeus Angelicus, ‘Le livre des propriétés des choses’ (1392)
Tobias Swinden, ‘En Enquiry into the Nature and Place of Hell’ (1714), London, Taylor
Map of Palmanova, from Franz Hogenberg and Georg Braun, ‘Civitates orbis terrarum’ (1572–1616), Nuremberg
Ο Έκο θεωρεί τη γοητεία των ουτοπιών ως απτή έκφανση του δυνατού:
«Συχνά, το αντικείμενο μιας επιθυμίας, όταν η επιθυμία αυτή μεταμορφώνεται σε ελπίδα, μπορεί να γίνει πιο πραγματικό κι από την ίδια την πραγματικότητα. Χάρη στην ελπίδα για ένα πιθανό μέλλον, πολλοί άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να προβούν σε τεράστιες θυσίες, ακόμα και να πεθάνουν, παρασυρμένοι από προφήτες, οραματιστές, χαρισματικούς κήρυκες και γητευτές, που πυρπολούν το μυαλό των ακολούθων τους με το όραμα κάποιου μελλοντικού παράδεισου επί Γης (ή και κάπου αλλού)».
‘Ulysses’ Journey Was Far from Home’ | M.O. MacCarthy, ‘Carte du monde d’Homère’ (1849), New York Public Library
Map of the world according to Hartmann Schedel, in ‘Liber chronicarum’ (Nuremberg Chronicle), Nuremberg (1493)
Woodcut map of the island of Utopia on frontispiece of the 1st edition of Thomas More’s ‘Utopia’ (1516), British Library
Έχουν, ωστόσο, και μια αναπόφευκτη σκοτεινή πλευρά οι ουτοπίες, αφού η ίδια η απόλυτη ευτυχία που προεξοφλούν μπορεί να αποτελέσει και μια μορφή δυσβάστακτης καταπίεσης. Γράφει ο Έκο:
«Δεν είναι βέβαιο ότι θα θέλαμε σε κάθε περίπτωση να ζούμε σε αυτές τις κοινωνίες που μας προτείνουν οι ουτοπίες, αφού συχνά θυμίζουν δικτατορίες που επιβάλλουν στους πολίτες τους την ευτυχία με τίμημα την ελευθερία τους. Για παράδειγμα, η Ουτοπία του [Τόμας] Μουρ ευαγγελίζεται την ελευθερία λόγου και σκέψης καθώς και την ανεξιθρησκεία, τις επιφυλάσσει όμως μόνο στους πιστούς, αποκλείοντας τους άθεους, οι οποίοι δεν έχουν πρόσβαση στα δημόσια αξιώματα, ενώ ταυτόχρονα προειδοποιεί πως «εάν κάποιος αποφασίσει να απομακρυνθεί από την [καθορισμένη] περιοχή του και συλληφθεί χωρίς την ειδική άδεια που εκδίδει ο ανώτατος άρχων… τιμωρείται αυστηρά· και αν τολμήσει να το επαναλάβει, καταδικάζεται σε δουλεία». Επιπλέον, οι ουτοπίες έχουν, ως λογοτεχνικά έργα, την ιδιότητα να επαναλαμβάνονται ώς ένα βαθμό, αφού η επιθυμία μας για μια τέλεια κοινωνία μάς οδηγεί συχνά να αναπαράγουμε το ίδιο μοντέλο».
Illustration for Jules Verne’s ‘Twenty Thousand Leagues Under the Sea (1869-1870)
Abraham Ortelius, ‘Map of Iceland’ (16th century)
Εκείνο όμως που πρωτίστως διακρίνει ο Έκο στο φανταστικό είναι μια εν πολλοίς παράδοξη και αντίθετη προς την ενστικτώδη μας αντίληψη υπεράσπιση της πραγματικότητας: οι μυθοπλαστικές αφηγήσεις είναι οι μοναδικοί κόσμοι όπου μπορούμε να απαγκιστρωθούμε από την υπαρξιακή μας δυσθυμία απέναντι στην αβεβαιότητα, αφού στη μυθοπλασία τα πάντα υπάρχουν ακριβώς και απαρεγκλίτως όπως είναι σχεδιασμένα:
«Ο πιθανός κόσμος της αφήγησης είναι το μόνο σύμπαν στο οποίο μπορούμε να είμαστε απολύτως βέβαιοι για κάτι, καθώς μας παρέχει μια πολύ ισχυρή αίσθηση αλήθειας. Οι εύπιστοι θεωρούν ότι το Ελ Ντοράντο και η Λεμουρία υπάρχουν ή υπήρξαν κάπου, ενώ οι σκεπτικιστές είναι πεπεισμένοι ότι δεν υπήρξαν ποτέ, όλοι μας όμως γνωρίζουμε με ακλόνητηβεβαιότητα ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ και ότι ο δρ. Ουότσον δεν υπήρξε ποτέ το δεξί χέρι του Νέρο Γουλφ, ενώ είναι επίσης απολύτως σίγουρο ότι η Άννα Καρένινα πέθανε στις ρόδες ενός τρένου και ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ τον ωραίο πρίγκιπα».
Πηγή: Brain Pickings.
* * *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου