Eνα από τα σημαντικότερα μαθήματα διεθνώς διδάσκεται πλέον και στην Ελλάδα. Πρόκειται για το μάθημα της ερευνητικής εργασίας, πιο γνωστό με τον ξενικό όρο «project», βάσει του οποίου ομάδες μαθητών αναλαμβάνουν ένα θέμα, συλλέγουν πληροφορίες, τις ερευνούν και στη συνέχεια τις συνθέτουν μαζί με τους συμμαθητές τους. Είναι το μάθημα, που διδάσκεται δεκαετίες ολόκληρες στα σχολεία του εξωτερικού, αναπτύσσει την κριτική και συνθετική ικανότητα των παιδιών, και στην Ελλάδα άρχισε για πρώτη φορά να εφαρμόζεται στην α´Λυκείου τον Σεπτέμβριο του 2011. Τώρα, το υπουργείο είναι εν αναμονή των πρώτων αποτελεσμάτων από την εφαρμογή του, για να μελετήσει την αποτελεσματικότητά του και προχωρήσει σε αλλαγές, εάν φυσικά χρειάζεται.
Η «ερευνητική εργασία» είναι μέρος της μεταρρύθμισης στα λύκεια και εντάσσεται στα μέτρα που στοχεύουν να κάνουν το λύκειο ουσιαστική μονάδα εκπαίδευσης και όχι προθάλαμο των πανεπιστημίων. Είναι το σύστημα, του οποίου η εφαρμογή στο σύνολο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είχε αρχικά εξαγγελθεί για το 2014, αλλά, όπως φαίνεται, θα πάρει μικρή παράταση.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ απευθύνθηκε σε καθηγητές που έχουν εφαρμόσει το πρόγραμμα και ζήτησε την άποψή τους για το νέο αυτό μάθημα. Αρκετοί είδαν από την αρχή με θετική ματιά και καλή διάθεση το νέο μάθημα. ¢λλοι, που «εντόπισαν» πίσω απ´αυτό, «ευκαιρίες» για διαφόρους να αναπτύξουν στο διαδίκτυο «πρότυπα» ερευνητικών εργασιών, που θα αντέγραφαν οι μαθητές.
«Δεν φυτρώνουν τριαντάφυλλα στο τσιμέντο» είναι οι πρώτες λέξεις του καθηγητή ερευνητή Χρήστου Κάτσικα, ο οποίος συνεχίζει: «Η «ερευνητική εργασία», το λεγόμενο project, εντάσσεται στο ωρολόγιο πρόγραμμα του Λυκείου για ένα συνεχές τρίωρο. Η συμμετοχή των μαθητών και στα δύο τετράμηνα είναι υποχρεωτική και λαμβάνουν ατομικό βαθμό, που καταχωρείται κανονικά στον έλεγχο και στην ατομική καρτέλα του μαθητή.
Η έως τώρα εμπειρία έδειξε ότι το project λειτούργησε το πρώτο τετράμηνο με αρκετά προβλήματα σε όλα τα σχολεία της χώρας (σύμφωνα με διαπιστώσεις καθηγητών που δημοσιεύονται και στο site του Κρατικού Οργανισμού Επιμόρφωσης) και αποκάλυψε την αποσπασματικότητα του «ερευνητικού» και διδακτικού του περιεχομένου. Φάνηκε και στην πράξη ότι ένα project, όσο ελκυστικό θέμα κι αν έχει, κινδυνεύει να καταποντιστεί στη θάλασσα της κοινοτοπίας, της ασημαντότητας και της έλλειψης νοήματος χωρίς ένα επαρκές και συνεκτικό πλαίσιο γνώσεων.
Καθώς το βιβλίο και η μελέτη γίνονται, πλέον, συνοδευτικά και τα τεχνολογικά μέσα κυρίαρχα (και όχι το αντίστροφο), έχει σημασία πώς προωθούνται, γενικά, τα μέσα παρουσίασης και όχι το περιεχόμενο. ¸τσι το project, ένα υπό όρους χρήσιμο εργαλείο, ένα μέσον, μια διαδικασία δηλαδή, έχει αναχθεί σε ουσία της μάθησης ανεξάρτητα από το περιεχόμενο».
Ο Χρ. Κάτσικας αναφέρεται και στη «συμπεριφορά» των μαθητών που ασχολούνται με την ερευνητική εργασία. «Οι μαθητές του υψηλότερου επιπέδου βαθμολογικής επίδοσης λειτουργούν τυπικά, ορθολογικά και αναπαραγωγικά σε σχέση με το αντικείμενο της εργασίας τους και επιτυγχάνουν τους στόχους τους, ενώ οι μαθητές του χαμηλότερου επιπέδου βαθμολογικής επίδοσης δεν έχουν τα απαραίτητα εργαλεία και εφόδια να ακολουθήσουν τα καθορισμένα στάδια και φάσεις της εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι η διεύρυνση της ανισότητας ανάμεσα στους μαθητές. Αυτό προκύπτει και από διαπιστώσεις που γίνονται στα «σχολεία που καταγράφονται και ανακοινώνονται μέσω του διαδικτύου σχετικά με τις οδηγίες βαθμολόγησης του project στο α´τετράμηνο. Το ζητούμενο όμως θα έπρεπε να είναι να ανοίξει η γνώση με άλλους όρους προσέγγισής της (αναλυτικά προγράμματα, περιεχόμενο σπουδών κ.λπ.).
Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για μια αναγνώριση της ανάγκης διαφορετικής παιδαγωγικής προσέγγισης της γνώσης, ώστε οι νέοι να αναζητούν, να ερευνούν και να ανακαλύπτουν, μέσα από ομαδική, κοινωνική δουλειά. Tο λιγότερο που έχουμε να πούμε είναι ότι δεν φυτρώνουν τριαντάφυλλα στο τσιμέντο και δεν έχει κανείς παρά να θυμηθεί την τύχη των «συνθετικών δημιουργικών εργασιών» που προέβλεπε η νομοθεσία στα τέλη της δεκαετίας του ´90. Την ίδια ώρα που οι βιβλιοθήκες των σχολείων κλείνουν, αντί να εμπλουτίζονται, και η έρευνα έχει κηρύξει πτώχευση, το «σχέδιο έρευνας» έχει καταντήσει στις περισσότερες περιπτώσεις ένα «γκουγκλάρισμα» με copy paste (σσ. αντιγραφή), ενώ φαίνεται να ανοίγει σιγά σιγά νέο κύκλο εργασιών στον κλάδο των project makers».
Ο μαθηματικός και ερευνητής Στρ. Στρατηγάκης αναφέρεται, από την πλευρά του, στις πρακτικές δυσκολίες, στις περιπτώσεις σχολείων χωρίς βιβλιοθήκες και επαρκή αριθμό ηλεκτρονικών υπολογιστών. «Φανταστείτε όλους τους μαθητές της α´Λυκείου να προσπαθούν ταυτόχρονα να αναζητήσουν πληροφορίες μέσα από το διαδίκτυο, να οργανώσουν, να γράψουν και να δημιουργήσουν μια παρουσίαση. Η εργασία πρέπει να γίνει στο σχολείο, γιατί πρέπει να μάθουν οι μαθητές να συνεργάζονται, άρα δεν πρέπει το κύριο μέρος της εργασίας να γίνει στο σπίτι, κατά μόνας δηλαδή. Φανταστείτε του χρόνου, που θα εισαχθεί και στη β´και στη γ´Λυκείου, πώς θα μπορούν να εργάζονται τα παιδιά στο σχολείο. Προσπαθούμε να αγνοούμε μια απλή αλήθεια: Χωρίς πόρους δεν μπορεί να προχωρήσει σωστά η εκπαίδευση. Και με πληθώρα πόρων, όμως, κανείς δεν μας δίνει τη σιγουριά ότι θα λειτουργήσει σωστά η εκπαίδευση», λέει.
Επιπλέον, εντοπίζει δυσκολία εφαρμογής του εγχειρήματος στην εντελώς διαφορετική λογική από αυτά που σήμερα διδάσκονται στο σχολείο: «Η ελλιπής προετοιμασία των εκπαιδευτικών έχει να κάνει με τα επιμορφωτικά σεμινάρια που έγιναν για κάποιους καθηγητές, όσους πρόλαβαν να κάνουν αίτηση, διάρκειας δύο ημερών. ¸τσι, καθηγητές που δεν γνωρίζουν τη μέθοδο και έχουν μάθει να λειτουργούν τελείως διαφορετικά πρέπει να καθοδηγήσουν τους μαθητές σε νέα μονοπάτια. Υπάρχει και η οικονομική διάσταση του θέματος. Το Υπουργείο Παιδείας αντί να προσφέρει επιλεγόμενα μαθήματα που απαιτούν πολλούς καθηγητές διαφορετικών ειδικοτήτων, που δεν θα συμπληρώνουν το ωράριό τους και θα τρέχουν από σχολείο σε σχολείο, καταφέρνει με το project να το συμπληρώνουν, κάνοντας έτσι εξοικονόμηση ανθρώπινου δυναμικού, αφού δεν θα υπάρχουν εύκολα καθηγητές με μειωμένο ωράριο. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα συμπληρώνουν τις ώρες που τους λείπουν με project, αφού μπορεί να το διδάξει οποιοσδήποτε καθηγητής. Οι δυσκολίες που προκύπτουν είναι σημαντικές, αφού οι μαθητές έχουν ερωτήσεις σχετικά με το copy paste (σσ. την αντιγραφή των κειμένων). ¸χουν απορίες για τη χρησιμότητα του θέματος και θεωρούν ότι αφού δεν τους ζητάει κανείς να παπαγαλίσουν, δεν μαθαίνουν τίποτα. Δεν μπορούν να καταλάβουν δηλαδή ότι μαθαίνουν τρόπο δουλειάς και όχι συγκεκριμένες γνώσεις.
Ο μαθηματικός και ερευνητής Στρ. Στρατηγάκης, από την πλευρά του, «είδε» να αποκαλύπτονται, μέσω του «project» τα «χαρακτηριστικά» της φυλής. Εξηγεί: «¸να από τα χαρακτηριστικά του λαού μας είναι η δυσκολία συνύπαρξης και η μη συνεργασία, αφού ο καθένας κάνει του κεφαλιού του, δύσκολα υποτασσόμενος σε συλλογικά οράματα, αλλά και τους απλούς κανόνες της κοινωνικής ζωής. Η παραβίαση του κόκκινου σηματοδότη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μη συμμόρφωσης με τους κανόνες λειτουργίας της κοινωνίας, που φέρνουν δυσκολίες στη συνύπαρξη. Χρειάζεται εκπαίδευση στο συγκεκριμένο θέμα και η ομαδική δουλειά, που επιτυγχάνεται μέσω του project, μπορεί να βοηθήσει». Γενικότερα, η άποψή του είναι ότι πρόκειται για ένα σημαντικό μάθημα το οποίο όμως έχει προβλήματα στην εφαρμογή του, δεδομένου ότι είναι και η πρώτη φορά που εισάγεται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
«Η βασική ιδέα της ερευνητικής εργασίας είναι πολύ καλή και λείπει από την εκπαίδευσή μας. Μέσα από την ερευνητική εργασία οι μαθητές μαθαίνουν να αναζητούν την πληροφορία σε διάφορες πηγές, να κρίνουν την αξιοπιστία της και να τη συνθέτουν σε μια εργασία. Το αντίθετο, δηλαδή, της λογικής «το μάθημα είναι από τη σελίδα τάδε μέχρι τη σελίδα δείνα και πρέπει να το ξέρεις απέξω». ¼λα αυτά γίνονται με τη συνεργασία ομάδας μαθητών και τη βοήθεια του καθηγητή, που δεν διδάσκει, αλλά καθοδηγεί», λέει.
Εκτιμά πως υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για την εισαγωγή του «project» στα ελληνικά σχολεία, όπως η μύηση των παιδιών στα δεδομένα της παραγωγής, μέσω ομαδικότητας, και της εξυπηρέτηση του κοινού στόχου. «¸να άλλο θέμα είναι η έντονη ανάγκη των Ελλήνων για επαγγελματική ανεξαρτησία που οδηγεί σε μεγάλο πλήθος ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων. ¸χουμε το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη σ’ αυτό το είδος απασχόλησης, με μεγάλη μάλιστα διαφορά από τις άλλες χώρες. Δεν είναι κακό, αλλά οι οικονομικές συνθήκες το αλλάζουν, αφού τα μικρομάγαζα δεν αντέχουν στον ανταγωνισμό των μεγάλων πολυκαταστημάτων των πολυεθνικών που έχουν εισβάλει στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να κλείνουν μαζικά, όπως έγινε μαζικά τις προηγούμενες δεκαετίες με τα μπακάλικα και τα super markets. Τα παιδιά μας θα ζήσουν σε μία κοινωνία που θα εργάζονται σε ομάδες και οι ελεύθεροι και μόνοι επαγγελματίες θα αποτελούν μικρό ποσοστό του εργατικού δυναμικού», εξηγεί, αλλά θεωρεί ότι «η εισαγωγή του μαθήματος έγινε βιαστικά χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα η όλη προσπάθεια. Αν απαξιωθεί από τους μαθητές, κινδυνεύει να μετατραπεί στην «ώρα του παιδιού» και να χαθεί οριστικά το όποιο όφελος. Θα φτάσει έτσι να γίνει ακόμη μία αιτία απαξίωσης του σχολείου στα μάτια των παιδιών».
Μ. Παπουτσάκη
Πηγή Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων
Η «ερευνητική εργασία» είναι μέρος της μεταρρύθμισης στα λύκεια και εντάσσεται στα μέτρα που στοχεύουν να κάνουν το λύκειο ουσιαστική μονάδα εκπαίδευσης και όχι προθάλαμο των πανεπιστημίων. Είναι το σύστημα, του οποίου η εφαρμογή στο σύνολο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είχε αρχικά εξαγγελθεί για το 2014, αλλά, όπως φαίνεται, θα πάρει μικρή παράταση.
Το ΑΠΕ-ΜΠΕ απευθύνθηκε σε καθηγητές που έχουν εφαρμόσει το πρόγραμμα και ζήτησε την άποψή τους για το νέο αυτό μάθημα. Αρκετοί είδαν από την αρχή με θετική ματιά και καλή διάθεση το νέο μάθημα. ¢λλοι, που «εντόπισαν» πίσω απ´αυτό, «ευκαιρίες» για διαφόρους να αναπτύξουν στο διαδίκτυο «πρότυπα» ερευνητικών εργασιών, που θα αντέγραφαν οι μαθητές.
«Δεν φυτρώνουν τριαντάφυλλα στο τσιμέντο» είναι οι πρώτες λέξεις του καθηγητή ερευνητή Χρήστου Κάτσικα, ο οποίος συνεχίζει: «Η «ερευνητική εργασία», το λεγόμενο project, εντάσσεται στο ωρολόγιο πρόγραμμα του Λυκείου για ένα συνεχές τρίωρο. Η συμμετοχή των μαθητών και στα δύο τετράμηνα είναι υποχρεωτική και λαμβάνουν ατομικό βαθμό, που καταχωρείται κανονικά στον έλεγχο και στην ατομική καρτέλα του μαθητή.
Η έως τώρα εμπειρία έδειξε ότι το project λειτούργησε το πρώτο τετράμηνο με αρκετά προβλήματα σε όλα τα σχολεία της χώρας (σύμφωνα με διαπιστώσεις καθηγητών που δημοσιεύονται και στο site του Κρατικού Οργανισμού Επιμόρφωσης) και αποκάλυψε την αποσπασματικότητα του «ερευνητικού» και διδακτικού του περιεχομένου. Φάνηκε και στην πράξη ότι ένα project, όσο ελκυστικό θέμα κι αν έχει, κινδυνεύει να καταποντιστεί στη θάλασσα της κοινοτοπίας, της ασημαντότητας και της έλλειψης νοήματος χωρίς ένα επαρκές και συνεκτικό πλαίσιο γνώσεων.
Καθώς το βιβλίο και η μελέτη γίνονται, πλέον, συνοδευτικά και τα τεχνολογικά μέσα κυρίαρχα (και όχι το αντίστροφο), έχει σημασία πώς προωθούνται, γενικά, τα μέσα παρουσίασης και όχι το περιεχόμενο. ¸τσι το project, ένα υπό όρους χρήσιμο εργαλείο, ένα μέσον, μια διαδικασία δηλαδή, έχει αναχθεί σε ουσία της μάθησης ανεξάρτητα από το περιεχόμενο».
Ο Χρ. Κάτσικας αναφέρεται και στη «συμπεριφορά» των μαθητών που ασχολούνται με την ερευνητική εργασία. «Οι μαθητές του υψηλότερου επιπέδου βαθμολογικής επίδοσης λειτουργούν τυπικά, ορθολογικά και αναπαραγωγικά σε σχέση με το αντικείμενο της εργασίας τους και επιτυγχάνουν τους στόχους τους, ενώ οι μαθητές του χαμηλότερου επιπέδου βαθμολογικής επίδοσης δεν έχουν τα απαραίτητα εργαλεία και εφόδια να ακολουθήσουν τα καθορισμένα στάδια και φάσεις της εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι η διεύρυνση της ανισότητας ανάμεσα στους μαθητές. Αυτό προκύπτει και από διαπιστώσεις που γίνονται στα «σχολεία που καταγράφονται και ανακοινώνονται μέσω του διαδικτύου σχετικά με τις οδηγίες βαθμολόγησης του project στο α´τετράμηνο. Το ζητούμενο όμως θα έπρεπε να είναι να ανοίξει η γνώση με άλλους όρους προσέγγισής της (αναλυτικά προγράμματα, περιεχόμενο σπουδών κ.λπ.).
Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για μια αναγνώριση της ανάγκης διαφορετικής παιδαγωγικής προσέγγισης της γνώσης, ώστε οι νέοι να αναζητούν, να ερευνούν και να ανακαλύπτουν, μέσα από ομαδική, κοινωνική δουλειά. Tο λιγότερο που έχουμε να πούμε είναι ότι δεν φυτρώνουν τριαντάφυλλα στο τσιμέντο και δεν έχει κανείς παρά να θυμηθεί την τύχη των «συνθετικών δημιουργικών εργασιών» που προέβλεπε η νομοθεσία στα τέλη της δεκαετίας του ´90. Την ίδια ώρα που οι βιβλιοθήκες των σχολείων κλείνουν, αντί να εμπλουτίζονται, και η έρευνα έχει κηρύξει πτώχευση, το «σχέδιο έρευνας» έχει καταντήσει στις περισσότερες περιπτώσεις ένα «γκουγκλάρισμα» με copy paste (σσ. αντιγραφή), ενώ φαίνεται να ανοίγει σιγά σιγά νέο κύκλο εργασιών στον κλάδο των project makers».
Ο μαθηματικός και ερευνητής Στρ. Στρατηγάκης αναφέρεται, από την πλευρά του, στις πρακτικές δυσκολίες, στις περιπτώσεις σχολείων χωρίς βιβλιοθήκες και επαρκή αριθμό ηλεκτρονικών υπολογιστών. «Φανταστείτε όλους τους μαθητές της α´Λυκείου να προσπαθούν ταυτόχρονα να αναζητήσουν πληροφορίες μέσα από το διαδίκτυο, να οργανώσουν, να γράψουν και να δημιουργήσουν μια παρουσίαση. Η εργασία πρέπει να γίνει στο σχολείο, γιατί πρέπει να μάθουν οι μαθητές να συνεργάζονται, άρα δεν πρέπει το κύριο μέρος της εργασίας να γίνει στο σπίτι, κατά μόνας δηλαδή. Φανταστείτε του χρόνου, που θα εισαχθεί και στη β´και στη γ´Λυκείου, πώς θα μπορούν να εργάζονται τα παιδιά στο σχολείο. Προσπαθούμε να αγνοούμε μια απλή αλήθεια: Χωρίς πόρους δεν μπορεί να προχωρήσει σωστά η εκπαίδευση. Και με πληθώρα πόρων, όμως, κανείς δεν μας δίνει τη σιγουριά ότι θα λειτουργήσει σωστά η εκπαίδευση», λέει.
Επιπλέον, εντοπίζει δυσκολία εφαρμογής του εγχειρήματος στην εντελώς διαφορετική λογική από αυτά που σήμερα διδάσκονται στο σχολείο: «Η ελλιπής προετοιμασία των εκπαιδευτικών έχει να κάνει με τα επιμορφωτικά σεμινάρια που έγιναν για κάποιους καθηγητές, όσους πρόλαβαν να κάνουν αίτηση, διάρκειας δύο ημερών. ¸τσι, καθηγητές που δεν γνωρίζουν τη μέθοδο και έχουν μάθει να λειτουργούν τελείως διαφορετικά πρέπει να καθοδηγήσουν τους μαθητές σε νέα μονοπάτια. Υπάρχει και η οικονομική διάσταση του θέματος. Το Υπουργείο Παιδείας αντί να προσφέρει επιλεγόμενα μαθήματα που απαιτούν πολλούς καθηγητές διαφορετικών ειδικοτήτων, που δεν θα συμπληρώνουν το ωράριό τους και θα τρέχουν από σχολείο σε σχολείο, καταφέρνει με το project να το συμπληρώνουν, κάνοντας έτσι εξοικονόμηση ανθρώπινου δυναμικού, αφού δεν θα υπάρχουν εύκολα καθηγητές με μειωμένο ωράριο. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα συμπληρώνουν τις ώρες που τους λείπουν με project, αφού μπορεί να το διδάξει οποιοσδήποτε καθηγητής. Οι δυσκολίες που προκύπτουν είναι σημαντικές, αφού οι μαθητές έχουν ερωτήσεις σχετικά με το copy paste (σσ. την αντιγραφή των κειμένων). ¸χουν απορίες για τη χρησιμότητα του θέματος και θεωρούν ότι αφού δεν τους ζητάει κανείς να παπαγαλίσουν, δεν μαθαίνουν τίποτα. Δεν μπορούν να καταλάβουν δηλαδή ότι μαθαίνουν τρόπο δουλειάς και όχι συγκεκριμένες γνώσεις.
Ο μαθηματικός και ερευνητής Στρ. Στρατηγάκης, από την πλευρά του, «είδε» να αποκαλύπτονται, μέσω του «project» τα «χαρακτηριστικά» της φυλής. Εξηγεί: «¸να από τα χαρακτηριστικά του λαού μας είναι η δυσκολία συνύπαρξης και η μη συνεργασία, αφού ο καθένας κάνει του κεφαλιού του, δύσκολα υποτασσόμενος σε συλλογικά οράματα, αλλά και τους απλούς κανόνες της κοινωνικής ζωής. Η παραβίαση του κόκκινου σηματοδότη είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μη συμμόρφωσης με τους κανόνες λειτουργίας της κοινωνίας, που φέρνουν δυσκολίες στη συνύπαρξη. Χρειάζεται εκπαίδευση στο συγκεκριμένο θέμα και η ομαδική δουλειά, που επιτυγχάνεται μέσω του project, μπορεί να βοηθήσει». Γενικότερα, η άποψή του είναι ότι πρόκειται για ένα σημαντικό μάθημα το οποίο όμως έχει προβλήματα στην εφαρμογή του, δεδομένου ότι είναι και η πρώτη φορά που εισάγεται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.
«Η βασική ιδέα της ερευνητικής εργασίας είναι πολύ καλή και λείπει από την εκπαίδευσή μας. Μέσα από την ερευνητική εργασία οι μαθητές μαθαίνουν να αναζητούν την πληροφορία σε διάφορες πηγές, να κρίνουν την αξιοπιστία της και να τη συνθέτουν σε μια εργασία. Το αντίθετο, δηλαδή, της λογικής «το μάθημα είναι από τη σελίδα τάδε μέχρι τη σελίδα δείνα και πρέπει να το ξέρεις απέξω». ¼λα αυτά γίνονται με τη συνεργασία ομάδας μαθητών και τη βοήθεια του καθηγητή, που δεν διδάσκει, αλλά καθοδηγεί», λέει.
Εκτιμά πως υπάρχουν σημαντικοί λόγοι για την εισαγωγή του «project» στα ελληνικά σχολεία, όπως η μύηση των παιδιών στα δεδομένα της παραγωγής, μέσω ομαδικότητας, και της εξυπηρέτηση του κοινού στόχου. «¸να άλλο θέμα είναι η έντονη ανάγκη των Ελλήνων για επαγγελματική ανεξαρτησία που οδηγεί σε μεγάλο πλήθος ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων. ¸χουμε το μεγαλύτερο ποσοστό στην Ευρώπη σ’ αυτό το είδος απασχόλησης, με μεγάλη μάλιστα διαφορά από τις άλλες χώρες. Δεν είναι κακό, αλλά οι οικονομικές συνθήκες το αλλάζουν, αφού τα μικρομάγαζα δεν αντέχουν στον ανταγωνισμό των μεγάλων πολυκαταστημάτων των πολυεθνικών που έχουν εισβάλει στην Ελλάδα με αποτέλεσμα να κλείνουν μαζικά, όπως έγινε μαζικά τις προηγούμενες δεκαετίες με τα μπακάλικα και τα super markets. Τα παιδιά μας θα ζήσουν σε μία κοινωνία που θα εργάζονται σε ομάδες και οι ελεύθεροι και μόνοι επαγγελματίες θα αποτελούν μικρό ποσοστό του εργατικού δυναμικού», εξηγεί, αλλά θεωρεί ότι «η εισαγωγή του μαθήματος έγινε βιαστικά χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να τιναχτεί στον αέρα η όλη προσπάθεια. Αν απαξιωθεί από τους μαθητές, κινδυνεύει να μετατραπεί στην «ώρα του παιδιού» και να χαθεί οριστικά το όποιο όφελος. Θα φτάσει έτσι να γίνει ακόμη μία αιτία απαξίωσης του σχολείου στα μάτια των παιδιών».
Μ. Παπουτσάκη
Πηγή Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου